- κλωνιάζω
- [κλωνί]1. βγάζω κλαδιά2. συνδέω νήματα για την κατασκευή κλωστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλωνιάζω — κλώνιασα 1. βγάζω κλωνάρια. 2. συνδέω νήματα για κατασκευή κλωστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)